- ποροποιώ
- -έω, Α1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταποροποιώ — μεταποροποιῶ, έω (Α) μετασυγκρίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποροποιῶ «ανοίγω πόρους»] … Dictionary of Greek
ποροποιΐα — ἡ, Α [ποροποιώ] η διάνοιξη πόρων, άνοιγμα περασμάτων … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek